κυκάν

κυκάν
κυκάν, -ᾱνος, ὁ (Α)
(δωρ. τ.) βλ. κυκεώνας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κυκᾶν — κυκάω stir pres part act masc voc sg (doric aeolic) κυκάω stir pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) κυκάω stir pres part act masc nom sg (doric aeolic) κυκᾶ̱ν , κυκάω stir pres inf act (epic doric) κυκάω stir pres inf act (attic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυκᾷν — κυκάω stir pres inf act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυκεώνας — ο (AM κυκεών, ῶνος, Α δωρ. τ. κυκάν, ᾱνος) σύμφυρμα ανόμοιων πραγμάτων, ανακατωσούρα («κυκεῶνα ταῑς ἀκοαῑς ἡμῶν άναμεῑξαι», Θεοφύλ. Σ.) μσν. αρχ. ποτό που παρασκευαζόταν συνήθως με ανάμιξη οίνου, κρίθινου αλεύρου, κατσικήσιου τυριού και νερού,… …   Dictionary of Greek

  • τυρεύω — ΜΑ [τυρός] μτφ. (με κακή σημ.) επινοώ τεχνάσματα, μηχανεύομαι (α. «φατριάζοντας ἢ κατασκευὰς τυρεύοντας ἐπισκόπους», Θεοδώρ. β. «κακὸν ἐμοὶ μέγα τυρεύων», Λουκιαν.) μσν. (με απρμφ.) μτφ. ραδιουργώ αποσκοπώντας σε κάτι («εἰ ἄμυναν ἐκεῑνος μελετᾱ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”